ΤΡΙΑ ΚΟΚΑΛΑ
Τρία κόκαλα. Στη Σχολή, κόκαλα δεν υπήρχαν. Υπήρχαν οστά. Εγώ όμως αγαπούσα κι ακόμα αγαπώ τα κόκαλα. Ίσως γιατί κουβαλούν ένα βάρος, ένα βάθος, μια μεταφορά που νομίζω ότι τα οστά δεν έχουν. Λες : γερό κόκαλο αυτός, έμεινε κόκαλο ο άλλος, ή έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο, ή ακόμα, αφήνω τα κόκαλά μου. Που τα αφήνω και για πόσο καιρό και αν θέλεις και γιατί. Πρέπει να θέλεις το γιατί. Είναι μοιραίο να θέλεις το γιατί.
Ένα κρανίο, μια κνήμη, ένας σπόνδυλος. Άσπρα και καθαρά. Φρόντισε γιαυτό η Μάνα τους. Δικά της παιδιά κι αυτά τα φρόντισε με στοργή , με ήλιο, με βροχή, με αέρα, με χρόνο. Μέρα με τη μέρα τα ξάσπριζε και τα άφηνε να λάμπουν νεκρά ανάμεσα στα ζωντανά πράσινα. Στολίδια στο μικρό ξέφωτο με φύλακες τα κορμιά των δέντρων. Κομμάτια του δικού της Είναι. Του Είναι.
Έτσι τα βρήκα, σε κάποιο βουνό της Μακεδονίας, κάποτε. Ήταν κόκαλα ζώου ; Πάντως δικά μας δεν ήταν.
Τι ζώου ; Πάντως δικά μας δεν ήταν. Ήθελα να ξέρω. Άνοιξα τα βιβλία. Μετά δεν ήθελα. Τα έκλεισα. Μπορεί να ήταν και δικά μας.
Ήμουν σίγουρος ότι δεν ήταν, μπορεί όμως να ήθελα να ήταν. Άλλωστε τι διαφορά και τι σημασία θα είχε. Τούτα τα χώματα χιλιάδες χρόνια τώρα, με κόκαλα είναι φυτεμένα. Σίγουρα δικά μας.
Κυνηγήθηκε και κατασπαράχθηκε από άλλα ζώα ; Πιθανό.
Έφυγε μόνο του από αρρώστια ή το χρόνο ; Πιθανό.
Έφυγε μόνος του από αρρώστια ή το χρόνο ; Απίθανο.
Κυνηγήθηκε και εκτελέστηκε από συνανθρώπους του ; Σχεδόν σίγουρο.
Αυτό θυσιάζεται για χάρη της Μάνας, για την ισορροπία της. Για να συνεχίσει να υπάρχει. Εμείς για ποιο λόγο, για ποια ισορροπία στρώνουμε τη γη με κορμιά;
Ο δίκαιος θάνατος, ο άδικος θάνατος.
Αυτό δεν φέρει την ευθύνη γιατί περπατά ακόμα στα τέσσερα. Απλά κλείνει κύκλους. Η εξέλιξή του είναι μόνο βιολογική.
Εμείς, από τότε που σηκωθήκαμε στα δύο, φέρουμε την ευθύνη. Γιατί η εξέλιξή μας δεν είναι μόνο βιολογική. Είναι και του νου. Ευχή και κατάρα.
Είναι το τίμημα.
Προσπαθούμε να σπάσουμε τους κύκλους.
Νομίζεις ότι το καταφέρνουμε;Μπορεί.
Θυσία τεράστια, όχι προς τη Μάνα, αλλά προς την ανθρώπινη, ακόμα, ατέλειά μας.
Λες ότι χάσαμε το δρόμο. Ίσως. Ίσως και όχι. Ίσως μπορούμε ακόμα να αλλάξουμε πορεία. Ίσως όμως και να είναι αναπότρεπτη.
Λες, επειδή στη Μάνα το κόκκινο είναι λιγοστό, γιαυτό και να έχει ανάγκη να την ποτίζουμε συνεχώς με το δικό μας κόκκινο; Για να το κάνει παπαρούνες; Μπορεί.
Τα πήρα, τα έκλεψα, μου τα χάρισε; Πρέπει κάποτε να δω καθαρά τι έγινε τότε. Σημασία έχει ότι έμειναν στο υπόγειο κάποιο καιρό. Χλόμιασαν.
Πώς να τα φροντίσεις άλλωστε.
Σήμερα πάλι πόνεσα. Έκανα ευθανασία σ’ ένα μικρό γατάκι. Σπασμένο στη μέση, όχι από το δίκαιο χτύπημα ενός πιο δυνατού και πεινασμένου, αλλά από το άδικο και χωρίς λόγο χτύπημα κάποιας ανθρώπινης ρόδας. Ο δίκαιος θάνατος, ο άδικος θάνατος.
Τα μέχρι πριν από λίγο παιχνιδιάρικα μάτια του τα κάρφωσα στο άπειρο να κοιτάζουν με απορία τη Μάνα.
Ήρθε στα μάτια μου και η κόκκινη γραμμή στο στόμα του.
Ήρθαν στο νου μου και τα τρία κόκαλα, και το βουνό και το χώμα.
Ήρθε και η επιθυμία, μπορεί και θυμός, αυτό το κάτι που θέλει να βγει.
Μόνο λίγο τα ξεσκόνισα. Τίποτε άλλο.
Αλλά γιατί μόνο αυτά τα τρία; Που ήταν τα υπόλοιπα; που πήγαν τα υπόλοιπα που συμπλήρωναν το παζλ του σκελετού του;
Και γιατί αυτά τα συγκεκριμένα τρία;
Ένα κρανίο, που κουβαλά στα βάθη του , το νου, τον έλεγχο, την σοφία, την επαφή με την Μάνα. Κι αυτό όχι ολόκληρο. Δύο κάθετες τομές, μία μπροστά από τις άδειες κόγχες, μία πίσω από αυτές και μία οριζόντια κατά μήκος να το χωρίζει στη μέση. Ανεξήγητο μυστήριο πως έγιναν αυτά τα τέλεια κοψίματα στο σκληρό κόκαλο. Γιατί έγιναν; ποιος τις έκανε; Θέλω τις απαντήσεις, αλλά σίγουρα δεν θα τις έχω. Γιατί μου άφησαν μόνο το κομμάτι όπου κυριαρχεί μια άδεια κόγχη και λίγα δόντια;
Μία κνήμη ανέπαφη, τέλεια, με όλες της τις λεπτομέρειες. Η κνήμη, τα άκρα, τα πόδια και τα χέρια. Τα εργαλεία της περιήγησης της ομορφιάς της Μάνας, του τρεχαλητού του έρωτα, της καταδίωξης και της φυγής, αλλά και της τέχνης.
Ένας σπόνδυλος σπασμένος στη μια του πλευρά. Μόνος απ’ ‘ όλο το κομπολόι που κρατά γερά το βαρύ σώμα πάνω στη γη. Κομπολόι κάθετο ή οριζόντιο. Ανάλογα. Το οριζόντιο είναι ένα με τη Μάνα, δεν ζητά τίποτε άλλο. Το κάθετο, όλο και κάτι θέλει παραπάνω, ψάχνει, αναρωτιέται, διεκδικεί, ζητά κι άλλα συνεχώς, πολεμά να τα κατακτήσει. Κι η Μάνα τα αγαπά και τα δύο.
Στερέωσα με πολύ προσοχή το κρανίο πρώτα, πάνω σε μια μακριά πλάκα μαύρο σίδερο, δυό μέτρα ύψος, να πατά τη γη. Μετά τον σπόνδυλο, σε τρίγωνη πλάκα μαύρο σίδερο, με την αιχμή της να κοιτά τη γη. Και τέλος την κνήμη πάλι πάνω σε μακριά πλάκα μαύρο σίδερο, δυό μέτρα ύψος, να πατά τη γη.
Μια παλάμη πάνω από τη γη, όσο χρειάζεται για να βγούνε απ’ αυτήν και να σταθούν όρθια, τα μαύρα σίδερα είναι κόκκινα. Πάθος, θυμός, αίμα, αγώνας, θυσία, ζωή, έρωτας, θάνατος, παπαρούνες.
Όρθια και πάλι λοιπόν τα τρία κόκαλα, ίσως αρχίζουν κάτι καινούργιο, ή ίσως θέλω να είναι έτσι, επειδή εγώ αισθάνομαι έτσι.
Άλλωστε η Μάνα άρχισε ήδη να καθαρίζει τις κόγχες του μικρού γατιού.
Λες να το κάνει στολίδι;
Μάρτιος 2005
Ζήσης Παπαζαχαρίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου